- ἐπιπορεύεσθαι
- пройти
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐπιπορεύεσθαι — ἐπιπορεύομαι travel pres inf mp ἐπιπορεύομαι travel pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπορεύομαι — ἐπιπορεύομαι (Α) [πορεύομαι] 1. βαδίζω εναντίον, πηγαίνω προς μια κατεύθυνση («ἐπιπορευόμενος ἀδεῶς ἐπόρθει τήν τε τῶν Συρακοσίων... χώραν», Πολ.) 2. (με αιτ.) διανύω, διέρχομαι, διασχίζω («ξύλον ἔχοντα τήν οίκουμένην ἐπιπορεύεσθαι», Πλούτ.) 3.… … Dictionary of Greek
επιτομή — η (AM ἐπιτομή) [επιτέμνω] νεοελλ. σύντομο σύγγραμμα, όπου εκτίθεται περιληπτικά το περιεχόμενο άλλου εκτενέστερου συγγράμματος μσν. «ἐπιτομή νόμων» ιδιωτική συλλογή διατάξεων τού βυζαντινού δικαίου αρχ. 1. η κατά την επιφάνεια τομή («τὴν τῆς… … Dictionary of Greek